Γενύκιος

Γενύκιος
Γενύκιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γενούκιος ή Γενύκιος — (Genucius). Όνομα οικογένειας Ρωμαίων πληβείων, που κατόρθωσε, μετά την επικράτηση των πληβείων, να γραφτεί το όνομά της στους πίνακες των πατρικίων και να καταλάβουν τα μέλη της αξιώματα δημάρχων, υπάτων κλπ. Σημαντικότερα μέλη της ήταν: 1.… …   Dictionary of Greek

  • Γενυκίου — Γενύκιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενύκιε — Γενύκιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενύκιον — Γενύκιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”